- ψάλιον
- τὸ, ΜΑ, και ψάλλιον και αιολ. τ. σπάλιον Ααλυσίδα τού χαλινού τών αλόγων η οποία περνάει κάτω από το σαγόνι («τὸ περὶ γένειον διειρόμενον ψάλιον», Πολυδ.)μσν.(κατ' επέκτ.) σαγόνι αλόγουαρχ.1. ολόκληρος ο χαλινός, συμπεριλαμβανομένου και τού οδοντωτού στομίου με το οποίο δάμαζαν τα ατίθασα άλογα2. (κυριολ. και μτφ.) αλυσίδα3. μτφ. περιοριστικό μέσο («οἶον ψάλιον αὐτῇ [ενν. τῇ βασιλείᾳ] ἐνέβαλε τὴν Ἐφόρων δύναμιν», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από θ. ψαλ- (βλ. λ. ψαλόν) με επίθημα -ιον (πρβλ. στόμ-ιον). Για τους τ. ψάλλιον και σπάλιον πρβλ. ψαλίς: ψαλλίς: σπαλίς (βλ. και λ. ψαλίδα)].
Dictionary of Greek. 2013.